- Σάββατο
- Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και με τη θυσία των δύο αμνών (Αριθμοί, κη’, 9 στον Ιεζεκιήλ, μστ’ 4, έξι αμνοί και ένας κριός) και με την καθημερινή θυσία. Από την εποχή της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας, επικράτησε στους Εβραίους η συνήθεια να συγκεντρώνονται την ημέρα αυτή για να διαβάζουν τις ιερές γραφές και να προσεύχονται.
* * *το / Σάββατον, ΝΜΑ, και Σαββάτο Ν(στους Εβραίους)1. η τελευταία ημέρα τής εβδομάδας κατά την οποία, σύμφωνα με την ΠΔ, αναπαύθηκε ο Θεός αφού τελείωσε τη δημιουργία2. ημέρα λατρείας, εορτής και ανάπαυσης («Σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου», ΚΔ)νεοελλ.1. η έβδομη ημέρα τής εβδομάδας2. φρ. α) «Μέγα Σάββατο» ή «Μεγάλο Σάββατο» — η παραμονή τού Πάσχα, το Σάββατο τής Μεγάλης Εβδομάδαςβ) «το μήνα που δεν έχει Σάββατο»(λέγεται για απραγματοποίητα πράγματα) ποτέγ) «στην τούρλα τού Σαββάτου» — λέγεται για εσπευσμένη και θορυβώδη ενέργεια που γίνεται την τελευταία στιγμήαρχ.περίοδος επτά ημερών, εβδομάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. sabbāth < sabāth «αναπαύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.